- νεοζηλανδικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νέα Ζηλανδία και στους Νεοζηλανδούς ή αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής Νέας Ζηλανδίας και τών Νεοζηλανδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek